- πρωτονίωση
- η, Νχημ. χημική αντίδραση κατά τη διάρκεια τής οποίας ένα μόριο δέχεται ένα κατιόν υδρογόνου, δηλαδή ένα πρωτόνιο, από ένα οξύ και μετατρέπεται στο συζυγές οξύ του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. protanation (< πρωτόνιο* + -ίωση)].
Dictionary of Greek. 2013.